οὐρείᾳ — οὐρείᾱͅ , ὄρειος of fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) οὐρείᾱͅ , οὔρειος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρείας — οὐρείᾱς , ὄρειος of fem acc pl (epic ionic) οὐρείᾱς , ὄρειος of fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) οὐρείᾱς , οὔρειος of fem acc pl οὐρείᾱς , οὔρειος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρείαν — οὐρείᾱν , ὄρειος of fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) οὐρείᾱν , οὔρειος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκβολή — η (AM ἐκβολή) 1. το να εκβάλλεται κάτι, να βγαίνει από τη θέση του, εξαγωγή, βγάλσιμο («εκβολή ριζών») 2. το μέρος όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα νεοελλ. (ως ναυτικός όρος) είδος αβαρίας αρχ. μσν. 1. εκδίωξη, εξορία 2. φρ. «ἐκβολὴ ἄρθρου»… … Dictionary of Greek